Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Nightfall In Middle Earth


ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΡΑΨΕΙ ΟΙ BLIND GUARDIAN ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕ ΤΟ ΔΙΣΚΟ NIGHTFALL IN MIDDLE EARTH

Ο Νάνος

Με την σκοτεινιά ήρθε η σιωπή. Αλλά η σιωπή φέρει και τρέλα. Σιωπή με περιστοιχίζει - νεκρική σιωπή. Παγιδευμένος στο μπουντρούμι των πιο σκοτεινών μου αναλογισμών όλες οι πύλες που οδηγούν πίσω στον κόσμο του φωτός μου είναι κλειστές. Όλες οι ελπίδες της ελευθερίας βρίσκονται πίσω μου, και εμπρός μου κείτεται η σχεδόν ατελείωτη αιωνιότητα της Arda. Χωρισμένος από τους δικούς μου - και εξορισμένος από τους ίδιους, τριγυρίζω ως αθάνατος μη αναγνωρισμένος ανάμεσα σε θνητούς. Άσκοπα σαν φύλλο στον άνεμο. Μονάχα ο άνεμος γνωρίζει τον θρήνο μου, μονάχα η θάλασσα καταλαβαίνει τον πόνο μου. Έχουν και αυτά απομακρυνθεί από εμένα και δεν μου αποκαλύπτονται πια. Είμαι κουρασμένος και γερασμένος, αλλά δεν μπορώ να πεθάνω. Η κατάρα που επέζησε από τον όρκο συνεχίζει να ζεί μέσα μου. Πέρα από την θάλασσα σημαίνει πέρα από την ελπίδα μου. Όπως τόσο συχνά η ζωή των παθών μου έχει και αυτή προξενηθεί από μία ακολουθία συμπτώσεων. Όμως δεν είναι οι συμπτώσεις οι προάγγελοι της μοίρας; Τα πάντα είναι προκαθορισμένα, και παρόλο που δεν είμαι παρά ένα πιόνι στην δίνη της ιστορίας θα πρέπει να υποφέρω παντοτινά για περασμένα πράγματα. Παρόλα αυτά απλά έκανα το θέλημα του Ενός. Αφάνισα την ελπίδα. Το ρακένδυτο πλάσμα που στέκει μπροστά σας σαν ζητιάνος ήταν κάποτε ευγενής. Ο πολεμιστής έγινε ένας αθάνατος γέροντας. Την σοφία διαδέχτηκε η τρέλα. Η φωνή την οποία κάποτε αποκαλούσα δική μου ήταν πιο απαλή από ελαφρό αεράκι, πιο αναζωογονητική από το καθαρότερο νερό της πηγής. Όμως φθαρμένη από την οδύνη και την λύπη τώρα ακούγεται ψιλή και βραχνή. Σύντομα θα είναι καλύτερα να σωπάσω για πάντα. Δεν μου έχει απομείνει τίποτα. Η δύναμη του λόγου ήταν δική μου. Όμως σώπασα όταν θα έπρεπε να είχα μιλήσει, και μίλησα όταν θα έπρεπε να είχα σωπάσει. Μοιραία λόγια ξέφυγαν από το στόμα μου, και ακόμα και τότε αντιλήφθηκα την οριστικότητα της αποτυχίας μου - καταδίκη. Γνώριμοι αστερισμοί αρχίζουν να εξαφανίζονται. Ακόμα και ο ωκεανός στον ουρανό μοιάζει κουρασμένος. Όμως το τέλος βρίσκεται ακόμα μακριά σε απόσταση. Και μαζί του η σωτηρία.

Συμφορά

Οι ημέρες της εξορίας τελείωσαν τρομακτικά και δίχως έλεος. Ο φόβος διαπέρασε τις καρδιές μας και έφερε παγωμένο ψύχος. Ήταν νύχτα και κανένα άστρο δεν διαπερνούσε το πέπλο του τρόμου. Ήμασταν περικυκλωμένοι από ατελείωτες σκιές. Την αιώνια θλίψη ακολουθούσαν οικτροί θρήνοι από τις ακτές. Όμως κανένας δεν ήρθε να παρηγορήσει τους θρήνους. Τα θαυμάσια κάποτε δέντρα έστεκαν αδύναμα και νεκρά, αφανισμένα για πάντα. Η καταδίωξη των δραστών κατέληξε χαμένη στην άμμο. Απελπισία γεννήθηκε και μαζί με αυτή ήρθαν η καχυποψία και το μίσος. Στο τέλος ήταν η οικογένεια μου που ολοκλήρωσε τον θρίαμβο της ανίερης συμμαχίας. Ποτέ δεν έμαθα τι συζητήθηκε στο Συμβούλιο του Δαχτυλιδιού την ώρα της καταστροφής, αλλά πίστεψα και ασπάστηκα τα λόγια του πατέρα μου. Ήταν σπουδαίος στα πάντα. Κανένας άλλος δεν καταξιώθηκε τέτοια κατορθώματα. Όμως αγαπούσε το προϊόν των ίδιων του των χεριών υπερβολικά. Σαν αποτέλεσμα πρόδωσε τον εαυτό του, του γιούς του και το φως του κόσμου. Η καρδιά του έλαμπε με μια πανίσχυρη φλόγα. Τόσο μεγάλη και τόσο δυνατή ήταν, παρόλα αυτά, η φλόγα για το σώμα και την ψυχή στην οποία έκαιγε. Ποτέ πριν δεν είχα γνωρίσει φόβο. Αυτό θα άλλαζε όταν το σχεδόν αδιαπέραστο σύννεφο από καθάριο κακό εισέβαλλε στο οχυρό μας. Τόσο ισχυρός ήταν ο πανικός που έπιασε τα αδέλφια μου και εμένα που μόνο η φυγή μας απέμενε. Για μία σύντομη στιγμή έριξα μια γρήγορη ματιά σε αυτή τη μοχθηρή, σχεδόν ανεξιχνίαστη μάζα. Αυτό που είδα μου έκοψε την ανάσα και με έμαθε να φοβάμαι. Δεν ήταν γραφτό να ξεχάσω ποτέ το ψυχρό, ακόρεστο βλέμμα της γυναίκας-αράχνης, γεμάτα σατανική κενότητα, η οποία κοιτούσε την διαφεύγουσα ζωή άπληστα με τα θολά, νεκρά μάτια της. Μια τρομακτική, χωρίς ελπίδα ανυπαρξία η οποία μετατρέπει τα πάντα σε αλύγιστη, άσχημη ασημαντότητα. Το τριχωτό της σώμα είχε ήδη πάρει ένα γιγαντιαίο σχήμα, και δίπλα της ακόμα και ο Σκοτεινός Άρχοντας έδειχνε μικρός και αδύναμος. Απομείναμε σε βαθειά απόγνωση, στερημένοι από όλα τα υπάρχοντα μας, μακριά από το οχυρό μας. Πολλοί από εμάς έκλαιγαν με πίκρα, γιατί ένας μεγάλος βασιλιάς είχε χάσει τη ζωή του. Η αθάνατη χώρα είχε αντιμετωπίσει τον θάνατο, και τα πετράδια είχαν χαθεί. Μαζί με τα πετράδια, χάθηκε και η ελπίδα μας. Ο Μαύρος Εχθρός του Κόσμου, όπως τον αποκαλούσε ο πατέρας μου, επέστρεψε στο σπίτι του μαζί με τα λάφυρα του και αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς του Κόσμου.

Ο Όρκος

Ένα πέπλο λησμονιάς καλύπτει πολλά πράγματα, αλλά θυμάμαι καθαρά την ημέρα του όρκου. Χωρίς αμφιβολία αυτά ήταν τα λόγια του Πατέρα, γεμάτα αίγλη, όπως νομίζαμε, αχαλίνωτο πόθο, και επιδέξια δηλωμένα από τον ίδιο, και μας έκαναν να υψώσουμε τα σπαθιά μας δίνοντας τον όρκο. Αυτό δεν έπρεπε ποτέ να είχε γίνει. Με έναν μοιραίο τρόπο επικαλεστήκαμε τον χαμό μας. Εμπνευσμένοι από τους πύρινους λόγους του νιώσαμε μια λαχτάρα για νέους τόπους και σκληρή εκδίκηση. Η καρδιά μου χτυπούσε περήφανα όταν ο αγγελιοφόρος του Κυρίαρχου των Ουρανών υποκλίθηκε αποχαιρετώντας τον πατέρα μου. Δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα που να μπορούσε να μας κρατήσει. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι ήταν γεμάτοι σεβασμό.

Η Αναχώρηση

Καταδικασμένοι αναχωρήσαμε για να υποφέρουμε μαρτύρια από εκείνη τη μέρα. Ο πόθος για σωτηρία ήδη μας συγκλόνιζε, ενώ η θεομηνία διαγραφόταν ακόμα σε απόσταση. Η θλίψη βρισκόταν πίσω μας, αλλά η σκοτεινιασμένη μέρα δεν υποσχόταν καλά μαντάτα. Κάθε βήμα χαρακτηριζόταν από άγνοια, αλλά η περηφάνια μας, μας έκανε να συνεχίζουμε, ξαναμμένοι και γεμάτοι λόγια ενός μοναχικού ανθρώπου του οποίου η ψυχή φλεγόταν. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να κοιτάξω στην βαθειά και άσχημη άβυσσο της ψυχής κάποιου αγαπητού φίλου ή συγγενή, και να αναγνωρίσω τις καταστροφικές συνέπειες του. Ωστόσο αυτή η άβυσσος υπάρχει, μέσα στον καθένα μας. Κανένα φορτίο δεν είναι πιο βαρύ από την επίγνωση του ότι δεν υπάρχει κανείς χωρίς αδυναμίες. Αδυνατώ να καταλάβω όσους ακολούθησαν τον θείο μου. Ω, πόσο τους μισούσα ανάμεσα στους συγγενείς μου! Επιτέλους το μεγαλύτερο μέρος του λαού μας μαζεύτηκε κάτω από το Λάβαρο των Αστεριών, ενώ μόνο μία φαινομενικά μικρή ομάδα ακολούθησε τη σημαία του ενάρετου βασιλιά. Δεν είχα μεγάλη αγάπη για τους, τόσο ευγενείς, συγγενείς μου, οι οποίοι είχαν μεγάλη υποστήριξη ανάμεσα στο λαό μας. Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί συνέχισαν. Μόνο ο μεγαλύτερος αδελφός μου φαινόταν όλος απελπισία για την συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της οικογένειας μας. Ωστόσο εμείς ήμασταν αυτοί που φύγαμε για την πρώτη γραμμή. Ο δρόμος μας θα μας οδηγούσε σε άγνωστους, μοχθηρούς και αφιλόξενους τόπους και τελικά στην καταστροφή. Λίγα έργα μιλούσαν για φήμη και δόξα, πολλά για λύπη και θυσία.

Η Αδελφοκτονία

Κοκκινίλα - κλείνω τα μάτια μου και βλέπω ένα δυνατό χείμαρρο αίματος που ρέει στα καθάρια νερά του ωκεανού να τα λερώνει με το αγνό του κόκκινο. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω χέρια καλυμμένα με αίμα: τα νύχια ενός θηρίου. Άσχημα, σφιγμένα, φονικά. Στα όνειρα μου βαδίζω μοναχός μου προς την Πόλη των Κύκνων. Και παρόλο που νιώθω ότι τα επόμενα βήματα μας θα είναι μοιραία, είμαι ανήμπορος να αλλάξω την πορεία των γεγονότων. Τα πάντα μέσα μου ωρύονται, αλλά παραμένω σιωπηλός και ακολουθώ ανενδοίαστα... Καβαλάρηδες των λευκών κορφών. Ονειροπόλοι. Άκακοι, σεμνοί, φιλήσυχοι. Κανείς δεν αγαπάει την ελευθερία περισσότερο από αυτούς. Το τραγούδι τους ευφραίνει τους κατοίκους των ωκεανών, η μουσική των ωκεανών ευφραίνει τα ξωτικά της θάλασσας. Όμως πέρα από τα τείχη προμηνύεται καταιγίδα. Το λιμάνι κείτεται στη σκοτεινιά. Είναι ακόμα αναίμακτο. Οι εκκλήσεις μας να λάβουν υπόψη τις απαιτήσεις του πατέρα μου απορρίπτονται. Οπλισμένοι και αποφασισμένοι παίρνουμε ότι δεν είναι διατεθειμένοι να μας δώσουν με την θέληση τους. Μέσα στις πανοπλίες μας πάμε για τα καράβια, αλλά οι θαλασσοαγωγίτες μας ρίχνουν στα παγωμένα νερά χοροπηδώντας. Η πτήση των ανθρώπων μου καταλήγει σε πτώση. Το κρύο της θάλασσας ανάβει τις ψυχές μας, το μίσος μας κοχλάζει. Το μαρτύριο του αίσχους πρέπει να ξεπληρωθεί - χιλιαπλάσια. Τραβάμε τα σπαθιά μας. Η μάχη αρχίζει - όχι συνηθισμένη μάχη αλλά αδελφοκτονία. Γενναίοι, αλλά αγνοί άντρες μας αντιμετωπίζουν ανυπεράσπιστοι. Από τα πτώματα τους, τα γελαστά ακόμα πρόσωπα τους, κυλάει το αίμα. Το γέλιο τους γίνεται έκπληξη, η έκπληξη γίνεται φόβος, ο φόβος τους φέρει επιτέλους επίγνωση. Ακούμε κιόλας τον θρήνο τους. Την φωνή ενός ακολουθούν πολλές ακόμα. Η θάλασσα συμμετέχει στην σκληρά όμορφη ελεγεία τους. Αυτός ο ήχος θα μας στοιχειώνει ως το τέλος. Τίποτα - ούτε λόγος - ούτε έργο - ούτε δέηση - μπορεί να ελαφρύνει το φορτίο που κουβαλάμε πάνω μας τούτη την ώρα. Η απληστία μας για τα καράβια και την εκπλήρωση των ονείρων μας προηγείται της συνειδήσεως μας. Κραυγές βοηθείας, κραυγές αγωνίας, κραυγές θανάτου, μας ακολουθούν παντοτινά. Εξάλλου κανένας δεν έρχεται για να βοηθήσει τα θλιμμένα παιδιά της θάλασσας. Η θάλασσα κλαίει. Ο λόγος του Κυρίαρχου των Ανέμων ενώνει τους μεγάλους. Με φλεγόμενη οργή και με δάκρυα που αναβοούν για εκδίκηση της αδικίας που συνέβη στους αγαπητούς τους φίλους, παραμένουν στα βάθη των ωκεανών. Καμία πράξη δεν έχει μεγαλύτερο βάρος.

Η Κατάρα

Σκοτεινές αναμνήσεις μαζεύονται απειλητικά. Διέρχομαι ξανά μέσα από τον γκρίζο τοίχο του παρελθόντος για να τα ξαναζήσω όλα αυτά για άλλη μια φορά. Η μοναχική φιγούρα που φαίνεται να περιμένει ακίνητη εμένα και τους δικούς μου μοιάζει αληθινή μπροστά μου. Με δυνατή φωνή ο αγγελιοφόρος του Κυρίαρχου των Ουρανών ανακοινώνει την καταστροφική μας μοίρα. Θλιμμένοι και συγχυσμένοι σωπαίνουμε όλοι και ακούμε τις άγριες αντιλογίες του Πατέρα. Μετά, σαν σε έκσταση, απομακρυνόμαστε αργά. Ούτε μία φορά δεν γυρίζω το κεφάλι μου, αλλά ξέρω ότι πολλοί παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού γεμάτοι ενοχή και εξευτελισμό. Συνεχίζουμε να περιπλανιόμαστε κατά μήκος της παγωμένης παραλίας. Ο πάγος γίνεται πυκνότερος, η πορεία μας πιο αφιλόξενη. Κάτω από βαθείς μαύρους ουρανούς, περιστοιχισμένοι από εχθρικούς ανέμους, ποθούμε την εκπλήρωση των ονείρων μας. Οι σκέψεις αυτές μας καθοδηγούν, μας τρέφουν και μας ζεσταίνουν. Παρόλα αυτά υπάρχει ακόμα ελπίδα. Η οριστικότητα της κατάρας μοιάζει αποφευκτή. Σύντομα θα καταστρέψουμε και το τελευταίο βλαστάρι: Κρυφά απομακρυνόμαστε από αδελφό και αδελφή. Τα καράβια προσφέρουν λίγο χώρο, και το πέρασμα θα είναι εφικτό μόνο για τους δικούς μας ανθρώπους. Η κατάρα αφυπνίζεται.

Φλεγόμενοι Κύκνοι

Ίσως ο αδελφός μου αναγνωρίζει την ντροπή, αλλά, και αυτός, σωπαίνει. Τα καράβια μας αράζουν και ελαφροπάτητα πηδάμε στα ρηχά νερά. Για πρώτη φορά πατάμε το χώμα της νέας μας πατρίδας. Οι κύκνοι, η υπερηφάνεια ενός ολόκληρου έθνους, καίγονται κιόλας. Ο ουρανός φαίνεται βουτηγμένος στο αίμα, μόνο τα αστέρια φέγγουν ασημένια και φαίνονται να κοιτάζουν τα έργα των ανθρώπων τους χωρίς συναίσθημα. Τώρα βλέπω την οδύνη στα μάτια του αδελφού μου. Το γέλιο μου ενώνεται με το γέλιο των άλλων, όμως η καρδιά μου κλαίει πικρά. Αρχίζω να καταλαβαίνω. Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, όχι πολύ μακριά, παρόλα αυτά τόσο απομακρυσμένα, η προδοσία μας γνωστοποιήθηκε. Αυτοί που έμειναν πίσω ξεκινούν ένα μακρύ και δυσχερές ταξίδι, και παρακινούνται μονάχα από μια επιθυμία: εκδίκηση. Η κατάρα μπαίνει στην πορεία της.

Μέγιστη Δόξα και Τρίσβαθη Λύπη

Για πρώτη φορά στεκόμασταν αντιμετωπίζοντας τον εχθρό. Παρόλα αυτά ήμασταν ακόμα γεμάτοι με το μεγαλείο των φιλεύσπλαχνων, και έτσι μας ήταν δύσκολο να καταστρέψουμε τα λιγοστά στρατεύματα τους. Η μεγαλύτερη νίκη μας ήταν η μάχη κάτω από τα αστέρια - και έτσι έμελλε να μείνει. Όμως ακόμα και τη στιγμή του θριάμβου μας υπήρχε καταστροφή. Και πάλι τα λόγια του αγγελιοφόρου βγήκαν αληθινά. Στα άγονα βουνά κείτεται το τσακισμένο κορμί του Πατέρα, καμένο και διασκορπισμένο. Για μία τελευταία φορά κοίταξε τους ισχυρούς πύργους οι οποίοι ήταν το σύμβολο του εχθρού και διαγράφονταν δυσοίωνα σε απόσταση. Τι ήταν αυτό που ο πατέρας μου ένοιωσε και γνώρισε τούτη την ώρα; Παγωμένη φρίκη και βαθειά κατανόηση βρίσκονταν στην τελευταία του ματιά. Γιατί μας ανάγκασε να ανανεώσουμε τον όρκο μας; Εν τέλει αναγνώρισε την ματαιότητα των προθέσεων μας. Μας θυσίασε για άλλη μία φορά. Η φλογερή ψυχή του άφησε το τσακισμένο σώμα του, αμέσως μόλις είπαμε τον όρκο. Μόνο στάχτες απέμειναν από τον σπουδαιότερο του λαού μας. Στάχτες που τις πήραν μακριά οι βοώντες άνεμοι. Ο πατέρας μου επέστρεψε στον Οίκο των Ψυχών, πριν ακόμα αρχίσει ο εφιάλτης.

Μαρτύριο, Ελπίδα, Αγωνία

Παρόλο που καταλάβαμε την απάτη ήμασταν ανήμποροι να ξεφύγουμε από τις σατανικές προθέσεις του εχθρού μας. Παγιδευμένος, εξευτελισμένος και αδύνατο να τον φτάσει κανείς, ο αδελφός μου ήταν αλυσοδεμένος σε έναν βράχο στην κορυφή ενός ψηλού βουνού. Απελπισμένος και εξαντλημένος παρέμενε εκεί, περιμένοντας μάταια την σωτηρία. Το φεγγάρι φάνηκε στους ουρανούς, και μαζί με αυτό όσοι από τον λαό μας είχαν ξεμείνει στις παγωμένες ερήμους. Ο λαός μας είχε υποφέρει ατέλειωτο πόνο, και είχε επιτελέσει σπουδαία και ανιδιοτελή έργα χιλιάδες φορές. Υπερήφανοι και ατρόμητοι το μεγάλο τους πλήθος παρέλαυνε σε όλη τη γη, και ο αρχηγός τους ύψωσε το γαλάζιο του λάβαρο, ενώ πίσω του ο φλεγόμενος ήλιος ανέτειλε στον ουρανό. Μπροστά από τις πύλες του εχθρού οι σάλπιγγες τους ήχησαν και τράνταξαν τους ισχυρούς πύργους του οχυρού. Ο Σκοτεινός Άρχοντας είχε αναγνωρίσει τον εχθρό του, αλλά ο εχθρός απομακρύνθηκε άθικτος. Από τότε και στο εξής ζούσαμε χωριστά από τους δικούς μας, τόσο μεγάλη ήταν η ενοχή μας. Παράλληλα με τον ήλιο οι θνητοί ή δευτερογέννητοι έκαναν την εμφάνιση τους. Τα παιδιά του ήλιου περιπλανούνταν αργά προς τον ήλιο και επομένως προς το βασίλειο μας.

Ένδοξοι Καιροί

Για λίγο καιρό οι πληγές του λαού μας είχαν επουλωθεί για άλλη μια φορά. Η ανιδιοτελής πράξη του ξαδέλφου μου ελευθέρωσε τον αδελφό μου από την ανελέητη αιχμαλωσία του. Όμως το τίμημα ήταν υψηλό. Μας είχαν αποστερήσει, αλλά δεν ήμασταν χωρίς πατρίδα. Το Λάβαρο των Αστεριών είχε γίνει σήμα ισχύος για τον λαό μας. Στην διάρκεια εκείνων των ημερών μας φαινόταν ότι οι θλιμμένοι καιροί ανήκαν στο παρελθόν. Μια βαθιά φιλία φύτρωσε ανάμεσα σε εμάς και τους συγγενείς μας, εκείνους που δεν είχαν δει ποτέ το φως του Φιλεύσπλαχνου Βασιλείου. Το εμπόριο και ο κοινός εχθρός μας ένωσε με τους νάνους. Ποτέ δεν αποκάλυψαν τίποτα για τους εαυτούς τους, και παρέμειναν πάντα ξένοι για μένα. Έτσι ζούσαμε ειρηνικά και πιστεύαμε πως ήμασταν ανώτεροι του σκοτεινού εχθρού. Τα φαινόμενα απατούσαν. Όλο αυτοπεποίθηση εξουσιάζαμε τη γη και πολιορκούσαμε τον εχθρό. Τα αδέλφια μου και εγώ είχαμε βρεί μια νέα πατρίδα, την οποία κυβερνούσαμε περήφανα και την οποία υπερασπιζόμασταν εναντίον όλων των επιθέσεων. Φαινόταν εύκολο να αντιμετωπίζουμε τις επιθέσεις του Σκοτεινού Άρχοντα και να νικάμε αυτά τα όλο φόβο και μίσος πλάσματα. Ο όρκος έμοιαζε ξεχασμένος. Κανένας μας δεν πίστευε ακόμα στον όρκο. Εξουσιάζαμε την γη. Μερικοί μόνο από εμάς σκεφτήκαμε ότι η θύελλα μπορεί να επιστρέψει, πιο τρομερή και πιο απάνθρωπη από ποτέ. Κρυφά δύο υψηλής γενιάς πρίγκιπες δημιούργησαν καταφύγια. Ένοιωσαν ότι η ελπίδα ανθίζει μόνο σε μέρη που δεν βρίσκονται εύκολα. Ποτέ τους δεν εμπιστεύτηκαν την ειρήνη μας. Η πρόβλεψη τους απεδείχθη σοφή, αλλά ωστόσο απατηλή. Μία τελευταία φορά ήταν να αποφασίσουμε την επίθεση του Σκοτεινού Άρχοντα ένδοξα και προς χάριν μας. Η Ένδοξη Μάχη επιβεβαίωσε την πεποίθηση μας ότι μπορούσαμε να αντισταθούμε στον Μαύρο Εχθρό.

Η Γαλήνη Πριν από την Θύελλα

Η πολιορκία συνεχιζόταν, ωστόσο ακόμα πιστεύαμε στη δύναμη μας. Παρανοήσαμε τα σημάδια. Ο χρυσαφένιος Πατέρας των Δράκων, νέος ακόμα και μακριά από την μετέπειτα δύναμη του, είχε συρθεί από τα βάθη του οχυρού του εχθρού. Καλουπωμένος στα σκληρά σιδηρουργεία έμελλε να υποστεί τον πρώτο του εξευτελισμό. Και πάλι ο κληρονόμος του Υψηλού Βασιλέα βίωσε μεγάλη δόξα. Ακόμα και εγώ ήμουνα όλος θαυμασμό για αυτόν. Αυτός ήταν που στάθηκε δίπλα μας σαν φίλος και ο οποίος είχε συγχωρέσει εντελώς τα παρελθόντα. Είχε παγιδευτεί από την κατάρα μας όπως κανένας άλλος. Υπέφερε από το παρελθόν όπως κανένας άλλος.

Φήμες και Επώδυνη Αλήθεια

Ότι κρύβαμε τόσο καιρό ξέσπασε απροειδοποίητα. Τα αδέλφια μου και εγώ ήμασταν και πάλι καταδικασμένοι. Καχυποψία και μίσος έπεσαν στον οίκο μας, παρόλο που αυτό δεν μας ενόχλησε στην αρχή. Οδηγούμενοι από ψυχρή αλαζονεία συνεχίζαμε να λαχταρούμε χαμένους θησαυρούς. Ο σκοπός μας να τους επανακτήσουμε έκανε οτιδήποτε άλλο ασήμαντο. Χαμογελώντας κουρασμένα ανεχτήκαμε την αποστροφή, αν υποθέσουμε ότι την καταλάβαμε καν. Αξιαγάπητες φωνές σώπαιναν όποτε πήγαινα να συμμετάσχω στο τραγούδι των ξωτικών του δάσους με ακτινοβόλους ήχους και μεγάλη αρμονία. Αδιάφορος εξωτερικά, αλλά ωστόσο με εσωτερική αναταραχή, συνέχιζα να τραγουδάω μονάχος, και μου φαινόταν σαν να άκουγαν ακόμα το τραγούδι μου για λίγο, πριν εξαφανιστούν γρήγορα αθόρυβα μέσα στα δέντρα. Την φωνή μου την λάτρευαν, ωστόσο το σώμα και την ψυχή στα οποία ανήκε τα απεχθάνονταν βαθιά. Σε αυτό το μέρος του κόσμου η ευγενής μας γλώσσα μιλούταν μόνο στα κρυφά. Η γλώσσα των αδελφοκτόνων.

Αλλαγές

Γύρω στον ίδιο καιρό μακριά στα σκοτεινά δάση ο γεννήθηκε Υιός της Συμφοράς. Ποτέ δεν μιλήσαμε μεταξύ μας, αλλά μας ένωνε η ίδια μοίρα. Η μοίρα των προδοτών. Τα πάντα μέσα του αποζητούσαν φως και αγάπη, ωστόσο μόνο καταστροφή έφερε και στα δύο. Κάτω από το ευγενές δέρμα του κειτόταν μη ανιχνεύσιμος και καλά προφυλαγμένος ο σπόρος του κακού. Ωρίμαζε σιγά σιγά. Ξαφνικά και απροσδόκητα εμφανίστηκαν οι άνθρωποι. Σκεπτικοί καλωσορίσαμε τα νεότερα αδέλφια μας. Τούτες οι τελευταίες αφίξεις μας φαίνονταν τόσο διαφορετικές. Εμείς λατρεύαμε το φεγγάρι, εκείνοι λάτρευαν τον ήλιο. Σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι και αυτούς τους στοίχειωναν σκοτεινές σκιές. Παρόλα αυτά υπεισήλθαμε σε συμμαχίες. Η συμφορά πήρε τον δρόμο της.

Χάος

Πανικοβάλλομαι όποτε σκέφτομαι τα κύματα φωτιάς που μας κατανίκησαν μαζί με τα αιμοδιψή στρατεύματα. Σύντομα η γη ερημώθηκε και η ασυναγώνιστη ομορφιά καταστράφηκε. Ο χάρος βγήκε παγανιά. Οι ψυχές των θνητών πήραν τον δρόμο ενός ταξιδιού του οποίου ο προορισμός παρέμενε άγνωστος. Τα κορμιά των ξωτικών κείτονταν τσακισμένα και καμένα στους τσουρουφλισμένους χερσότοπους. Πολλοί επέστρεψαν στον Οίκο των Ψυχών, και παρέμειναν εκεί ασώματοι ως το τέλος των χρόνων. Χάσαμε το σπιτικό μας. Απεριόριστη ήταν η οδύνη μας και ο πόλεμος έμοιαζε ατελείωτος. Οι φωτιές δεν απέθαναν πριν ο κύκλος της αφυπνίσεως λήξει τον θανάσιμο χειμώνα. Η γη κειτόταν άγονη και ρημαγμένη. Η δυσωδία της συμφοράς έμελλε να διαρκέσει όλο τον χρόνο. Το μαντάτο του πικρού θανάτου του Υψηλού Βασιλέα μας αφαίρεσε τις ελπίδες μας. Ήταν αργά ήδη όταν μάθαμε για την ένδοξη μάχη του και για τις πληγές που επέβαλλε στον κύριο εχθρό μας. Μαζί με αυτόν και τους δικούς του οι άνθρωποι και εγώ συνδέσαμε ένα καλύτερο μέλλον. Ξεκαθαρίσαμε το πόσο απελπιστική είχε γίνει η κατάσταση μας. Δεν γινόταν να γυρίσουμε πίσω. Όλοι οι δρόμοι μας ήταν κλειστοί. Η επιθυμία για την πατρογονική μας χώρα εγέρθην σε όλους μας. Η αίγλη μας μειώθηκε μαζί με την οδύνη μας. Η νιότη μας έσβησε όπως τα χρώματα της φύσεως. Φαινόμασταν αποκαμωμένοι και κουρασμένοι. Λίγα μόνο ένδοξα έργα, επιτελεσθέντα εκείνων των ημερών, επέζησαν διαμέσου των αιώνων. Οι φίλοι των ξωτικών από την άλλη επέτυχαν σπουδαία μεγαλεία, ένας τους ακόμα και αθάνατη αγάπη.

Αθάνατη Αγάπη - Αιώνια Κατάρα

Ο εσωτερικός μας πόθος για τα ενάρετα αγαθά μας υπήρχε και δεν κοιμόταν ποτέ. Ο πόθος αυτός έγινε απληστία. Η οδύνη που συνεχίζαμε να προκαλούμε στον κόσμο δεν μας ενδιέφερε. Σαν να οδηγούμασταν από την τρέλα πασχίζαμε για το φως που έμοιαζε άφταστο. Ξαφνικά ακούσαμε παράξενες ειδήσεις για ομορφιά και θαύματα, που έφερναν τα πάντα άνω κάτω: «Τα πάντα είναι προκαθορισμένα, αλλά η αγνή αγάπη μπορεί να το αλλάξει ακόμα και αυτό! Το τίμημα για το ομορφότερο τέκνο στον κόσμο είναι βαρύ. Ο σοφός άνθρωπος εύκολα ξεστομίζει ολέθρια λόγια. Όμως όταν ειπωθούν κάποια πράγματα δεν μπορούν να ακυρωθούν. Όταν κάποιος θνητός πάει να πιάσει τα αστέρια θα πληρώσει με ένα χέρι. Όμως ο χορός θα στεφθεί με επιτυχία. Η φρίκη απλώνεται σε βαριά όνειρα, και μόνο όσοι είναι αγνοί μπορούν να αγγίξουν το αγνό. Έτσι η νύφη μπορεί να αποδεσμευτεί, και ούτε ο θάνατος δεν θα χωρίσει αυτούς τους δύο. Η αθανασία θα ανταλλαχθεί με αβεβαιότητα. Μην υποτιμάτε ποτέ την δύναμη της αγάπης.» Τα αδέλφια μου δεν ήταν αμέτοχοι στην πορεία αυτής της ιστορίας. Βίωσαν και αυτοί επώδυνα την δύναμη της αγάπης. Η Φιλεύσπλαχνη Χώρα στράφηκε τελικά εναντίον μας. Είχαμε χαθεί. Νοιώθαμε σεβασμό και φόβο, αλλά ο όρκος ήταν πιο δυνατός. Μια πέτρα κειτόταν εκεί κοντά και όρθωσε τη συμφορά.

Ξεσπιτωμένοι, Άποροι και Προδομένοι

Ούτε σε έναν από εμάς δεν δόθηκε το προνόμιο να επιτελέσει πραγματικά ηρωικά κατορθώματα, έστω και αν έγιναν πολλές απόπειρες. Όλες πήγαν στράφι. Για μία τελευταία φορά θέλαμε να προηγηθούμε του εχθρού και κινηθήκαμε εναντίον του. Ο στρατός μας ήταν ισχυρός, αλλά η προδοσία μας κυρίευσε και δίχασε τις δύο φυλές. Η ήττα μας ήταν καταστρεπτική. Χρωστάμε την διάσωση μας στο θάρρος των μασκοφόρων. Βοήθησαν γενναία εμένα και τα αδέλφια μου να ξεφύγουμε. Θαρραλέα οι νάνοι με τα μάχιμα τσεκούρια τους αντιστάθηκαν στη φυλή του δράκου και έδιωξαν ακόμα και τον Χρυσαφένιο από το πεδίο της μάχης. Έμελλε να πληρώσουν πικρά με τις ζωές των σωμάτων τους. Ο ξάδελφος μου, Υψηλός Βασιλέας του Λαού, πέθανε στην χωρίς ελπίδα μάχη, και μαζί με αυτόν το λάβαρο του. Οι τρείς οίκοι πέτυχαν, και αυτοί, σπουδαία μεγαλεία αλλά πολλοί έχασαν τις ζωές τους. Τα αδέλφια μου και εγώ επιζήσαμε, και μαζί με εμάς η κατάρα.


Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Last Chance


First I lost my life... then I regained my soul... and I didn’t even ask for it! And then one day everything changed... or perhaps only I did. Depending on the amount of his notoriety, a vampire may choose to drain the blood of his victims and finish them off quickly, or condemn them to the same undying fate. There was no blood left in me to drain, but Kain made sure that my fate was twice as condemning. As I fell in the pool of death, I experienced agony that no man or demon could ever have. At brief times it was so much that it almost seemed to have gone away, but before I could dare to take a breath, it all returned again. As I woke I could only think that I had finally reached my end, but I had only arrived at a new beginning, so unholy that it was unheard of. Second chance he arrogantly called it, Elder God he pompously called himself, my questionable benefactor. This was the second time I had received a non-life I never wished to have and was supposed to be thankful for it, as well as blindly obedient, once more... no more! I was a priest, I became a beast, but what was I now? A soul reaver, as I soon found out. Blood was no longer of any interest to me. I now hungered for the souls of all beings - men and monsters. Wandering souls and souls that “waited” to be “freed”. As a vampire I thought my body was grotesque, until I now found myself in a state where only a carcass was given to me to walk the land. Legs to walk towards the souls, eyes to seek and claws to grab them were apparently all the Elder God thought I required. But universal truths never die, and nobody escapes them, not men, not vampires and not elder gods. Here is one of them: we all come full circle! The pawns did, the knights did, the Elder God, Kain, even I did... or so I thought. You see, Kain did eventually pass away, the last Balance Guardian - the last Guardian at all. Without him, without me, without vampires and pillars, the Soul Reaver, the legendary weapon which was my namesake, my doom and my salvation - as well as Kain’s - eventually decayed. Only a rusty remain now, deep underground in Kain’s final resting place, a tomb buried so deep that even the Elder God would have to dig his way in. But even he would not bother with me anymore. His voice which I once thought as an endless nag, I now longed for in the silence of the spectral realm. Yes, released now from the grasp of Kain, the Soul Reaver and the Elder God, I was free... to do what? Trapped in the spectral realm, I had no conduit nor strength to return to the physical world. Here I still am, trapped in the bowels of the earth, an undead phantom, always unable to return to the wheel I always scorned. My name is Raziel, and after millennia of corroding solitude, I now, more than anything, long for neither honor, power nor revenge, but simply to no longer be alone.

Extraordinary...! What was? Nothing was. A mediocre life, a fairly interesting job, and a never-ending hunger for knowledge of modern magic. Technology that is... It would anyway soon surpass the fairytale version of magic we dreamed of as children. I would wake up every morning at 08:30, sit at my desk at 10:00, leave work at 19:00 and go to sleep at 00:00. I wrote articles about anything technology-related, letting people know what was going on, and what they would miss if they didn’t follow me to the brave new world of digits. I am one of those persons who strive to find their own magic, because they never experienced it. My father told me the truth about Santa Claus before I even knew what Santa Claus was. In my mind there was fiction, and there was control. Everything that did not classify as fiction, I could - and should - control, including my life, my words and my emotions. But universal truths never die, and one of them I was to learn too well: everything and everyone changes. No matter how stubborn you are, how bold or afraid, regardless of how much in control you are, you can only hope to survive the unstoppable change. After having set up several levels of metro lines, the capital city was still in need of more stations, as transportation was expanding underground. Nothing revolutionary about it, just another effort of the new government to provide new conduits for the impossible traffic. The lines were long and deep, but the new government also promised full coverage for cellular phones and wireless networks, trying to impress the tech lobbies. As the new tunnel was being dug, inch by inch, I was to take a guided tour and find out more about this new technological infrastructure. As I arrived at the place, people were there... a lot of people that shouldn’t be there. National TV reporters as well, and the project had barely began. It soon started to become clear. Two of the workers had stumbled upon an empty space, and they died instantly from some kind of poisonous gases that were apparently trapped there for hundreds or thousands of years. I didn’t really care to go closer - after all I saw that stuff on TV every day. These were to be the last moments of my life that I spent in normality. After that, things started to go down... literally! At first we thought that small rocks were rolling, but nothing moved above or around us. It turns out that rocks were indeed coming down, but it all happened below us! It started slowly, and soon enough the ground was giving way. As is the case in such situations, mass panic ensued and everyone’s regard for their fellow man’s life went away faster than rain on vertical ice. Seeing that the danger of getting trampled was probably greater than falling underground, I moved around cautiously while everyone stampeded towards the surface. Fate however, did not share my patience, and in the middle of a breath I found myself falling... way down. Normally every bone in my body should be broken, but the ground I landed on was much too soft for me to suffer anything more than a blackout. I cannot tell how much longer I came to senses, and when that happened I had an unbearable headache and could see nothing but pitch black. Stumbling around I came across some sort of carved stone. On top of it I felt some sort of an uneven blade. Right after that, I began saying my farewell to reason.

Everything is different in the spectral realm. Distorted, disorienting, tainted with death. Thus I inevitably mistook the constant rumbling for a howling wind that somehow found - or lost - its way to this infernal isolation of mine. And then suddenly I thought the entire spectral world was coming down, or perhaps it had conspired to toy with my senses and rob me of my sanity as well. Even as the walls came crashing down, my doubts remained, for stillness was the only ongoing event since the death of Kain. As my perception of things was also entirely different in the spectral realm, I did not immediately grasp the full extent of what was going on around me. Then, all of a sudden, a sensation came back to me that I had almost forgotten. I sensed a soul...! Turning back, I saw someone standing right next to Kain’s tomb, his hand on the Soul Reaver’s blade. How surprisingly different was this encounter... The usual protocol between myself and human beings was a brief exchange of insults, followed by a hopeless effort by them to kill me, finished with my devouring their souls. But now, we both just stood speechless, gazing at each other. He looked neither like a peasant, noble, priest or warrior, he was not armed, wore no emblems and did not seem to consider me a threat. My instinctive impulse as a soul reaver would be to feast upon his soul and use his body to see the material realm once again. However, that was no longer possible. My transcendence in and out of the blade had taken its toll, as I was too weakened to force anything to happen against its will. Nevertheless, of all people I was the least known to give up! I approached Kain’s tomb and placed my phantasmal hand on the blade, only to trigger something unexpected. The reaver blasted away its rust and filled with force. I could feel the force of ages, but it was so unlike the reaver’s unforgiving and ravenous spirit. It felt familiar, almost comforting. It was that man’s energy combined with mine. Was that the true nature of the reaver? To bind energies in order to defeat death? Was the first soul that inhabited the blade too corrupted, thus making the reaver merely a neutral instrument and not evil by nature? During this process, I did not get my old strength back, but I felt no longer despaired. I was alert, and I could see the same effect on the man I faced. Beginning to wonder where this would lead, I was not given the time to form a single thought. The reaver blade suddenly silenced and then immediately shattered to countless fragments! One thing remained though... I could still see him and I knew that he could also see me, even if he most obviously saw absolutely nothing else in this darkest corner of the world. Having nothing else left, it was time to speak my first words in a very, very long time.

- Who are you?
I don’t believe in ghosts and I’ve never had illusions. Yet, I’m pretty sure they don’t have the properties of an aspirin, and they certainly do not last this long. The transparent ragged figure with the remotely human characteristics was still there, his identity unknown, his appearance - at least - disturbing, and his intentions unclear. I always thought that if I ever found myself in one of those unnatural situations described by many of the movies on my shelf, I’d act differently than those characters. I’d keep my grip and resolve the situation having the upper hand. I guess it was time to put my money where my mouth was. The mysterious blade, broken after setting my head straight - if there was anything straight about this - I thought I’d run a reality check. The creature’s response did not help my reluctance to believe in his existence.
- Raziel.
- What are you?
- Soul reaver.
This was not going well. Perhaps I misinterpreted “soul reaver” as “soul reaper”, but what practical difference did that make? He obviously was no boy-scout. A few more minutes of awkward silence followed as I further surveyed him with the effects of my injury gone and, well, with nothing else to look at down there. It was different than any fantasy scenario I had known. I did not feel immediately threatened, nor the actual need to rid myself of him. There was a sense of space and imprisonment, of echo and muffle, all at the same time. Seeing the hole I fell in as nothing but a spec of light, it did not seem likely that anyone would hear me, though by now they would have missed me and hopefully began the whole search and rescue drill.
- Who are you?
It only made sense that I would have to provide my own share of answers.
- Thomas.
- How much time has passed since Kain’s death?
- Who is Kain?
My ignorance of this Kain person did not please him. However, he did not get angry, but worried instead. It was obvious that whoever Raziel and Kain were, they lived a long, very long time ago, and one of them died while the other lingered.
- What of Nosgoth?
- Who is Nosgoth?
My ignorance of Nosgoth seemed to terrify him even more.
- I do not really understand. I’m sorry I’ve never heard of those people you mention.
- Nosgoth is not a person! It is this land.
- As far as I know, this land was never called Nosgoth.
Every ignorant reply of mine seemed to strike a blow at him, and so did this one.
- Listen, my name is Raziel and I was born in Nosgoth...
So he told me who he was. Before any of us knew, he told me his whole story and how he ended up like this. Trying to keep track of names, places and events, I could not help but look beyond his appearance and feel for him. Whoever thinks life is unfair and feels betrayed, should listen to Raziel’s story and know they are lucky.

After all this time my patience was not wearing thin, it was gone altogether. I now wanted answers, and freedom. Apparently this Thomas person did not knowingly or willingly come to this place, but he still could help me fill in the time I lost. Little I knew of how much time I had really lost. Many of the words he spoke made no sense. Most of the things he talked about, I had never heard of, not even as rumors. I began to think he was a mere dreamer or madman, that like me he was a castaway, but unlike me he made up stories to suppress his loneliness. But who indeed can make up such detailed and well-founded stories, and so many of them... His gaze did not seem imbalanced either. Whether he was telling me the truth or not, I could not be sure of, but he certainly believed his own words. I also came to the conclusion that long speech may have an effect on me. I succumbed to the Elder God, and now I once again gave in and accepted the man’s stories. To actually believe him I would need proof... and proof - the first shred of it - I got. A small ornament, with the smoothest of surfaces, giving off a light that illuminated but did not burn! Phone he called it - another strange word for something completely strange, presented to me by a total stranger. So what if he told the truth... this was still of no use to me, nor could I see how it would help me.
- I wish to get out of here. I need to get out of here. If you want to make a pact for my release, I have nothing to offer... not at the moment.
- I have nothing to offer either. I could not possibly know how to help you get out. What sort of conduit could I provide for you?
Indeed! At last, this time his ignorance provided an answer. I had not the opportunity to realize, but there was more to the reason we could see each other. I felt slightly more confident as I approached him, and I could tell he felt the same. We could assume each other’s energies, but it could only work one way at a time. I would have to absorb him or he would have to claim my soul. Ironic that my only way of release was the action I imposed on others since my last “promotion”. He too sensed this... I expected nothing more than denial and disgust, yet this encounter did not have its fill of surprises.

Normally I do not make commitments. I should leave him down there and try to get myself out. After all, the rescue party did not take longer than a day to dig up the debris. Whoever this guy was, he could mean nothing but trouble for me. On the other hand, I never did anything in my life... and I so much wanted to do something daring and extraordinary. This desire manifested itself to resolution. I would do it. I, who never let anyone in, was about to do it for the first time, and literally no less!
- Come.
I stretched my hand out to him, and he accepted it. I felt a violent vertigo, a blinding light flashed before my eyes, I could hear nothing - even if there would be anything to hear - and then I just felt normal again. One by one, though, changes began to take place. I could see my surroundings, not as if they were lit, not as through night-vision goggles, but simply to see them in their darkness. The cave, the tomb, even the chasm I fell through, covered in rocks as it was. Him however, I could not sense. It was as if he silenced. Five more people had died during the quake in that tunnel, and they called me lucky not being number six. Having a certain knack for articulate lies, I had prepared every negative response possible to lead them away from the possibility of anything existing down there. One undead encounter was enough for the day, and there was no guarantee that other people would respond to a similar situation with my amount of composure. When I finally got a clean bill from the hospital and went home, I realized that in all the fuss I had forgotten about Raziel. I tried to feel him, but nothing indicated he was even present. My new ability to see in the dark was also slowly fading, so I just assumed that whatever he and I hoped to accomplish, had failed. No sooner than a year later, something was bound to remind me that what I had experienced was more than a memory. I was leaving work, taking my usual walk to the metro station, when I found myself in another fix, one which would not make the news, but prove much more damaging. A gang surprised me out of a dark corner and “asked” for my possessions. After the initial surprise I felt neither afraid nor composed... only enraged. And then I gave way to someone else!

I felt the closest bond between me and him, and then I found myself in a place I could only call home. And then, I immediately fell into slumber. My already tormented soul could not withstand another transition without a certain amount of fatigue. One year I required before I could even begin to realize myself again. But a year in unconscious hospitality was a good deal compared to millennia in conscious solitude. I think it was not I nor him who were responsible for my awakening, but rather an all too familiar feeling - another one I had neglected to nourish: rage! They say a feeling like that can bring you to life, which was proven correct in my case. Oh, how many times had I found myself in life-threatening situations based on no reason - only on the instinctive violence of human beings with little will of their own and certainly with no purpose in life. At this defining moment we achieved the closest of bonds! The primal feeling of rage awakened me and fueled both our souls. Without further thought of how to do it, I assumed control of his body - or so I tried. Control was embedded in every fiber of his soul, and losing it would be impossible for him. However, he let me do what I had to do by releasing some control over to me... Two enraged souls together would even make Kain back away, let alone those human wretches. He could see the effects of this “alliance” and so could they. His eyes glowed like mine, and his hands hardened enough for me to rip our attackers apart. His agility I was also able to improve to an impressive - above human - level. We both had a pretty clear idea of what we wanted to do, but just as we dodged their knife hacks and smashed them to the walls, one by one, we sensed fear. Someone was watching, afraid, so much more than these pathetic thieves. It was a priest who when we looked upon, ran away stumbling. The law was not so swift in these times, but they finally arrived in the sweet time we took to finish our “job”. No mugger was dead, but all of them had suffered grave wounds, too unusual for only one unarmed man to strike. A vision of new weapons shown to me by Thomas, suggested that we could only die, unless we surrendered. He did not like this anymore than I did, but he was not willing to go in vain, and I was not willing to give up my new home.

I felt like a tragic figure. Having starred in Twilight Zone, I was now about to move to the set of Law & Order. But it was a different scenario that truly awaited to shape my future. Everything happened as it should. The undead creature inside me, awakened by the smell of evil I yearned to do, stepped in to “help”. I do not make a habit of hypocrisy, therefore I must admit that he did not force me to do anything. No shifting blame. And no thinking... just wanting. Wanted to get them out of my way - out of everyone’s way - Raziel and I would have gone all the way. Thankfully we were interrupted. Sitting at the police precinct, I knew this was going to be either self defense or a very odd court case. It turned out to be neither. One I thought was merely a witness - a fearful rat - proved to be more trouble than I initially believed. The priest who saw the entire event had come to bail me out, along with a high-ranking friend of his from the Church. Apparently he saw something his bosses would like, and made sure they got their hands on it first. Just wanted to talk to me, he said of course, although he knew I did not buy this. Being a master of lies myself, I have an eye to distinguish how good one is at these things. Raziel, having being fooled too many times himself, probably had also developed this ability. Our trip to the cathedral was not as cryptic as I imagined it would be. We drove in a medium-class sedan car and made ourselves comfortable in an office at the back of the church. The conversation started innocently and slowly enough, expressing their interest in what happened and assuring me that they didn’t want anything bad to happen to me.

Indeed! They only wanted something bad to happen to me... All this change in all this time, and yet religious fanatism still remained. The Sarafan were all gone of course, but the ancient art of witch-hunting lived on. These ones knew not what I was, but they saw enough to qualify me as their next prize. For all his perception, Thomas thought it was merely fatigue that caused him to doze off, but I could feel him slip away. And I also noticed the peculiar smoke which filled the room. He was not dying, but rather suspended... on purpose! Then, for the first time, his body was mine to have. Had I not assumed control, he would have fallen to the floor, helpless. I was the host now. The priests focused their eyes on me, and I knew then that the undead glow in my new companion’s eyes had once again given away my presence.
- So, he is possessed! But this is unlike anything we have previously encountered. No uncontrolled violence, no recklessness...
- And no folly, nor deathwish! Unlike the sorts of you!
My response surprised them more than anything. Apparently, the creatures they were used to dealing with, were less sentient. Mere troublemakers.
- No distorted voice as well... beautiful even.
For all their surprise and fear, quick was their return to senses and resumption of my judgment.
- Speak your name.
They said this as if it would kill me to do so. I had spoken my name many times, and none of them was fatal.
- Raziel. Soul Reaver.
I did not take pride in that last part, but I said it ominously in order to intimidate them. Then in an unexpected move, they threw a vial of water on me, as if it would burn me. But that had already transpired once, long ago. The effect of this water was different. It awakened Thomas and we once again were able to think and act in unison. This awakening resulted in a sudden and uncontrolled jest as we jumped back, dropped the unlocked door open, and landed in the main cathedral. I can safely assume this was not their intention. Past midnight now, not another soul was in the temple... or I would have sensed it! Following us, they started a chant in Latin, boldly spoken as if it had the ability to shield them from me. Even Moebius, for all the magic he could command, knew that there was no substitute for a faithful blow with a blade or spear in the heart. Was I so fortunate as to save myself the trouble of an actual fight this time? Did these ones believe they could simply pray me away? Or could they? I felt like I was losing my grasp on the physical realm, like I was to be cast out once more. But the Soul Reaver had formed a bond between Thomas and myself that could not be broken so easily. For the first time in... forever, I felt the absence of betrayal. He did not seek to rid himself of my own after having used me in his scheme. It would not have been surprising if he did... everyone else has. Yet his intentions were honorable. Knowing this would bring him nothing but trouble, he pulled me back in and kept me with him. Not through fear of me hurting his soul, not through guilt of appearing cowardly, but because he felt it was only right. And for a moment I thought I was given a steadfast chance in life. But only for a moment. His action would not be allowed without consequence. I now felt that our bound souls were beginning to merge into one. And when that happened, would the priests let me go in order to spare him? Alas, the blind passion in their fanatic eyes would not allow such an ending. They would cast both of us to the spectral realm, without certain hope for return. And what would that accomplish? Apparently my momentary chance in life had been recalled, and Thomas was now also put to the test alongside me, soon to pay for his faith in me. Then it suddenly struck me! Where there is a temple, there is a cemetery. Out of Kain’s tomb now, I could find all the conduits I would ever need. After a year in spiritual slumber, my soul should be strong enough to survive both realms, spectral and material. I decided to give them what they wanted.

I honored my offer to the end. It was he who chose to release himself from it. I had my own soul in my own body, but if he left would he be able to survive? The blade in that tomb bound us together, and I cannot believe this was without a reason. As the senseless exorcism went on, I could feel Raziel’s soul less and less. Yet I knew it was not the priests who succeeded, but Raziel who decided to take matters in his own hands, for he went too peacefully. As he finally left me, I fell on the floor and felt as tired as if I had just completed a marathon race. I could still see him, and I could see something else. I’m not sure if this was part of the exorcism, since the priests did not seem to perceive it. I soon realized they were too bent on the process that they barely noticed anything that was going on. Whether they saw it or not, their “mission” was all that mattered right now. In the center of the church there was a circle of bright white light. I thought the exorcism was actually working and Raziel would be gone forever. I was wrong... and I was right. This time, for the first time, exorcism worked to the benefit of everyone.

As I unbound my soul from his, I expected to find myself in the spectral realm, as was always the case when I was without a body, but not this time! In the center of the temple I saw something that looked like a conduit, but felt so very different from all the others I had used. As if I no longer had the choice to wander between the spectral and material realms, it beckoned me... it called my name... it was pulling me in! I never found out if I had the ability to resist it, because I never tried to... I did not want to. I stepped in and tried to materialize myself. And then I realized what was supposed to happen. I was given a last chance to end my torment in my own wheel of un-life and un-death. Home...?

Not grotesque. Not ragged. Not in pain. There I beheld him for the first time, articulate, tall and proud. Wearing the garments and emblems of his order. Just the way he was supposed to be, until they meddled with his body and soul. He, who had suffered more than anyone should, was now given a last chance to lead the only life that remained for him. The only life he longed for and deserved - afterlife! We said our last farewell as he ascended. Not in spoken words but through a new spiritual bond formed for us, just for this moment. Not by some freak who had usurped the name of Elder God, but by the one true Eldest God himself. He ascended, all right... I doubt the priests ever realized what really happened. After making sure I was “clean”, they let me go. However, through this experience not only our souls were bound, but our wisdom as well. We all come full circle. Everything and everyone changes. Those universal truths, we now both knew! Raziel had gone through too many changes, and indeed came full circle in the end. As for myself, change had crept up and surprised me. I had only to accept it and let it carry me full circle to the end of my days.