ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΡΑΨΕΙ ΟΙ BLIND GUARDIAN ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕ ΤΟ ΔΙΣΚΟ NIGHTFALL IN MIDDLE EARTH
Ο Νάνος
Με την σκοτεινιά ήρθε η σιωπή. Αλλά η σιωπή φέρει και τρέλα. Σιωπή με περιστοιχίζει - νεκρική σιωπή. Παγιδευμένος στο μπουντρούμι των πιο σκοτεινών μου αναλογισμών όλες οι πύλες που οδηγούν πίσω στον κόσμο του φωτός μου είναι κλειστές. Όλες οι ελπίδες της ελευθερίας βρίσκονται πίσω μου, και εμπρός μου κείτεται η σχεδόν ατελείωτη αιωνιότητα της Arda. Χωρισμένος από τους δικούς μου - και εξορισμένος από τους ίδιους, τριγυρίζω ως αθάνατος μη αναγνωρισμένος ανάμεσα σε θνητούς. Άσκοπα σαν φύλλο στον άνεμο. Μονάχα ο άνεμος γνωρίζει τον θρήνο μου, μονάχα η θάλασσα καταλαβαίνει τον πόνο μου. Έχουν και αυτά απομακρυνθεί από εμένα και δεν μου αποκαλύπτονται πια. Είμαι κουρασμένος και γερασμένος, αλλά δεν μπορώ να πεθάνω. Η κατάρα που επέζησε από τον όρκο συνεχίζει να ζεί μέσα μου. Πέρα από την θάλασσα σημαίνει πέρα από την ελπίδα μου. Όπως τόσο συχνά η ζωή των παθών μου έχει και αυτή προξενηθεί από μία ακολουθία συμπτώσεων. Όμως δεν είναι οι συμπτώσεις οι προάγγελοι της μοίρας; Τα πάντα είναι προκαθορισμένα, και παρόλο που δεν είμαι παρά ένα πιόνι στην δίνη της ιστορίας θα πρέπει να υποφέρω παντοτινά για περασμένα πράγματα. Παρόλα αυτά απλά έκανα το θέλημα του Ενός. Αφάνισα την ελπίδα. Το ρακένδυτο πλάσμα που στέκει μπροστά σας σαν ζητιάνος ήταν κάποτε ευγενής. Ο πολεμιστής έγινε ένας αθάνατος γέροντας. Την σοφία διαδέχτηκε η τρέλα. Η φωνή την οποία κάποτε αποκαλούσα δική μου ήταν πιο απαλή από ελαφρό αεράκι, πιο αναζωογονητική από το καθαρότερο νερό της πηγής. Όμως φθαρμένη από την οδύνη και την λύπη τώρα ακούγεται ψιλή και βραχνή. Σύντομα θα είναι καλύτερα να σωπάσω για πάντα. Δεν μου έχει απομείνει τίποτα. Η δύναμη του λόγου ήταν δική μου. Όμως σώπασα όταν θα έπρεπε να είχα μιλήσει, και μίλησα όταν θα έπρεπε να είχα σωπάσει. Μοιραία λόγια ξέφυγαν από το στόμα μου, και ακόμα και τότε αντιλήφθηκα την οριστικότητα της αποτυχίας μου - καταδίκη. Γνώριμοι αστερισμοί αρχίζουν να εξαφανίζονται. Ακόμα και ο ωκεανός στον ουρανό μοιάζει κουρασμένος. Όμως το τέλος βρίσκεται ακόμα μακριά σε απόσταση. Και μαζί του η σωτηρία.
Συμφορά
Οι ημέρες της εξορίας τελείωσαν τρομακτικά και δίχως έλεος. Ο φόβος διαπέρασε τις καρδιές μας και έφερε παγωμένο ψύχος. Ήταν νύχτα και κανένα άστρο δεν διαπερνούσε το πέπλο του τρόμου. Ήμασταν περικυκλωμένοι από ατελείωτες σκιές. Την αιώνια θλίψη ακολουθούσαν οικτροί θρήνοι από τις ακτές. Όμως κανένας δεν ήρθε να παρηγορήσει τους θρήνους. Τα θαυμάσια κάποτε δέντρα έστεκαν αδύναμα και νεκρά, αφανισμένα για πάντα. Η καταδίωξη των δραστών κατέληξε χαμένη στην άμμο. Απελπισία γεννήθηκε και μαζί με αυτή ήρθαν η καχυποψία και το μίσος. Στο τέλος ήταν η οικογένεια μου που ολοκλήρωσε τον θρίαμβο της ανίερης συμμαχίας. Ποτέ δεν έμαθα τι συζητήθηκε στο Συμβούλιο του Δαχτυλιδιού την ώρα της καταστροφής, αλλά πίστεψα και ασπάστηκα τα λόγια του πατέρα μου. Ήταν σπουδαίος στα πάντα. Κανένας άλλος δεν καταξιώθηκε τέτοια κατορθώματα. Όμως αγαπούσε το προϊόν των ίδιων του των χεριών υπερβολικά. Σαν αποτέλεσμα πρόδωσε τον εαυτό του, του γιούς του και το φως του κόσμου. Η καρδιά του έλαμπε με μια πανίσχυρη φλόγα. Τόσο μεγάλη και τόσο δυνατή ήταν, παρόλα αυτά, η φλόγα για το σώμα και την ψυχή στην οποία έκαιγε. Ποτέ πριν δεν είχα γνωρίσει φόβο. Αυτό θα άλλαζε όταν το σχεδόν αδιαπέραστο σύννεφο από καθάριο κακό εισέβαλλε στο οχυρό μας. Τόσο ισχυρός ήταν ο πανικός που έπιασε τα αδέλφια μου και εμένα που μόνο η φυγή μας απέμενε. Για μία σύντομη στιγμή έριξα μια γρήγορη ματιά σε αυτή τη μοχθηρή, σχεδόν ανεξιχνίαστη μάζα. Αυτό που είδα μου έκοψε την ανάσα και με έμαθε να φοβάμαι. Δεν ήταν γραφτό να ξεχάσω ποτέ το ψυχρό, ακόρεστο βλέμμα της γυναίκας-αράχνης, γεμάτα σατανική κενότητα, η οποία κοιτούσε την διαφεύγουσα ζωή άπληστα με τα θολά, νεκρά μάτια της. Μια τρομακτική, χωρίς ελπίδα ανυπαρξία η οποία μετατρέπει τα πάντα σε αλύγιστη, άσχημη ασημαντότητα. Το τριχωτό της σώμα είχε ήδη πάρει ένα γιγαντιαίο σχήμα, και δίπλα της ακόμα και ο Σκοτεινός Άρχοντας έδειχνε μικρός και αδύναμος. Απομείναμε σε βαθειά απόγνωση, στερημένοι από όλα τα υπάρχοντα μας, μακριά από το οχυρό μας. Πολλοί από εμάς έκλαιγαν με πίκρα, γιατί ένας μεγάλος βασιλιάς είχε χάσει τη ζωή του. Η αθάνατη χώρα είχε αντιμετωπίσει τον θάνατο, και τα πετράδια είχαν χαθεί. Μαζί με τα πετράδια, χάθηκε και η ελπίδα μας. Ο Μαύρος Εχθρός του Κόσμου, όπως τον αποκαλούσε ο πατέρας μου, επέστρεψε στο σπίτι του μαζί με τα λάφυρα του και αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς του Κόσμου.
Ο Όρκος
Ένα πέπλο λησμονιάς καλύπτει πολλά πράγματα, αλλά θυμάμαι καθαρά την ημέρα του όρκου. Χωρίς αμφιβολία αυτά ήταν τα λόγια του Πατέρα, γεμάτα αίγλη, όπως νομίζαμε, αχαλίνωτο πόθο, και επιδέξια δηλωμένα από τον ίδιο, και μας έκαναν να υψώσουμε τα σπαθιά μας δίνοντας τον όρκο. Αυτό δεν έπρεπε ποτέ να είχε γίνει. Με έναν μοιραίο τρόπο επικαλεστήκαμε τον χαμό μας. Εμπνευσμένοι από τους πύρινους λόγους του νιώσαμε μια λαχτάρα για νέους τόπους και σκληρή εκδίκηση. Η καρδιά μου χτυπούσε περήφανα όταν ο αγγελιοφόρος του Κυρίαρχου των Ουρανών υποκλίθηκε αποχαιρετώντας τον πατέρα μου. Δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα που να μπορούσε να μας κρατήσει. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι ήταν γεμάτοι σεβασμό.
Η Αναχώρηση
Καταδικασμένοι αναχωρήσαμε για να υποφέρουμε μαρτύρια από εκείνη τη μέρα. Ο πόθος για σωτηρία ήδη μας συγκλόνιζε, ενώ η θεομηνία διαγραφόταν ακόμα σε απόσταση. Η θλίψη βρισκόταν πίσω μας, αλλά η σκοτεινιασμένη μέρα δεν υποσχόταν καλά μαντάτα. Κάθε βήμα χαρακτηριζόταν από άγνοια, αλλά η περηφάνια μας, μας έκανε να συνεχίζουμε, ξαναμμένοι και γεμάτοι λόγια ενός μοναχικού ανθρώπου του οποίου η ψυχή φλεγόταν. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να κοιτάξω στην βαθειά και άσχημη άβυσσο της ψυχής κάποιου αγαπητού φίλου ή συγγενή, και να αναγνωρίσω τις καταστροφικές συνέπειες του. Ωστόσο αυτή η άβυσσος υπάρχει, μέσα στον καθένα μας. Κανένα φορτίο δεν είναι πιο βαρύ από την επίγνωση του ότι δεν υπάρχει κανείς χωρίς αδυναμίες. Αδυνατώ να καταλάβω όσους ακολούθησαν τον θείο μου. Ω, πόσο τους μισούσα ανάμεσα στους συγγενείς μου! Επιτέλους το μεγαλύτερο μέρος του λαού μας μαζεύτηκε κάτω από το Λάβαρο των Αστεριών, ενώ μόνο μία φαινομενικά μικρή ομάδα ακολούθησε τη σημαία του ενάρετου βασιλιά. Δεν είχα μεγάλη αγάπη για τους, τόσο ευγενείς, συγγενείς μου, οι οποίοι είχαν μεγάλη υποστήριξη ανάμεσα στο λαό μας. Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί συνέχισαν. Μόνο ο μεγαλύτερος αδελφός μου φαινόταν όλος απελπισία για την συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της οικογένειας μας. Ωστόσο εμείς ήμασταν αυτοί που φύγαμε για την πρώτη γραμμή. Ο δρόμος μας θα μας οδηγούσε σε άγνωστους, μοχθηρούς και αφιλόξενους τόπους και τελικά στην καταστροφή. Λίγα έργα μιλούσαν για φήμη και δόξα, πολλά για λύπη και θυσία.
Η Αδελφοκτονία
Κοκκινίλα - κλείνω τα μάτια μου και βλέπω ένα δυνατό χείμαρρο αίματος που ρέει στα καθάρια νερά του ωκεανού να τα λερώνει με το αγνό του κόκκινο. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω χέρια καλυμμένα με αίμα: τα νύχια ενός θηρίου. Άσχημα, σφιγμένα, φονικά. Στα όνειρα μου βαδίζω μοναχός μου προς την Πόλη των Κύκνων. Και παρόλο που νιώθω ότι τα επόμενα βήματα μας θα είναι μοιραία, είμαι ανήμπορος να αλλάξω την πορεία των γεγονότων. Τα πάντα μέσα μου ωρύονται, αλλά παραμένω σιωπηλός και ακολουθώ ανενδοίαστα... Καβαλάρηδες των λευκών κορφών. Ονειροπόλοι. Άκακοι, σεμνοί, φιλήσυχοι. Κανείς δεν αγαπάει την ελευθερία περισσότερο από αυτούς. Το τραγούδι τους ευφραίνει τους κατοίκους των ωκεανών, η μουσική των ωκεανών ευφραίνει τα ξωτικά της θάλασσας. Όμως πέρα από τα τείχη προμηνύεται καταιγίδα. Το λιμάνι κείτεται στη σκοτεινιά. Είναι ακόμα αναίμακτο. Οι εκκλήσεις μας να λάβουν υπόψη τις απαιτήσεις του πατέρα μου απορρίπτονται. Οπλισμένοι και αποφασισμένοι παίρνουμε ότι δεν είναι διατεθειμένοι να μας δώσουν με την θέληση τους. Μέσα στις πανοπλίες μας πάμε για τα καράβια, αλλά οι θαλασσοαγωγίτες μας ρίχνουν στα παγωμένα νερά χοροπηδώντας. Η πτήση των ανθρώπων μου καταλήγει σε πτώση. Το κρύο της θάλασσας ανάβει τις ψυχές μας, το μίσος μας κοχλάζει. Το μαρτύριο του αίσχους πρέπει να ξεπληρωθεί - χιλιαπλάσια. Τραβάμε τα σπαθιά μας. Η μάχη αρχίζει - όχι συνηθισμένη μάχη αλλά αδελφοκτονία. Γενναίοι, αλλά αγνοί άντρες μας αντιμετωπίζουν ανυπεράσπιστοι. Από τα πτώματα τους, τα γελαστά ακόμα πρόσωπα τους, κυλάει το αίμα. Το γέλιο τους γίνεται έκπληξη, η έκπληξη γίνεται φόβος, ο φόβος τους φέρει επιτέλους επίγνωση. Ακούμε κιόλας τον θρήνο τους. Την φωνή ενός ακολουθούν πολλές ακόμα. Η θάλασσα συμμετέχει στην σκληρά όμορφη ελεγεία τους. Αυτός ο ήχος θα μας στοιχειώνει ως το τέλος. Τίποτα - ούτε λόγος - ούτε έργο - ούτε δέηση - μπορεί να ελαφρύνει το φορτίο που κουβαλάμε πάνω μας τούτη την ώρα. Η απληστία μας για τα καράβια και την εκπλήρωση των ονείρων μας προηγείται της συνειδήσεως μας. Κραυγές βοηθείας, κραυγές αγωνίας, κραυγές θανάτου, μας ακολουθούν παντοτινά. Εξάλλου κανένας δεν έρχεται για να βοηθήσει τα θλιμμένα παιδιά της θάλασσας. Η θάλασσα κλαίει. Ο λόγος του Κυρίαρχου των Ανέμων ενώνει τους μεγάλους. Με φλεγόμενη οργή και με δάκρυα που αναβοούν για εκδίκηση της αδικίας που συνέβη στους αγαπητούς τους φίλους, παραμένουν στα βάθη των ωκεανών. Καμία πράξη δεν έχει μεγαλύτερο βάρος.
Η Κατάρα
Σκοτεινές αναμνήσεις μαζεύονται απειλητικά. Διέρχομαι ξανά μέσα από τον γκρίζο τοίχο του παρελθόντος για να τα ξαναζήσω όλα αυτά για άλλη μια φορά. Η μοναχική φιγούρα που φαίνεται να περιμένει ακίνητη εμένα και τους δικούς μου μοιάζει αληθινή μπροστά μου. Με δυνατή φωνή ο αγγελιοφόρος του Κυρίαρχου των Ουρανών ανακοινώνει την καταστροφική μας μοίρα. Θλιμμένοι και συγχυσμένοι σωπαίνουμε όλοι και ακούμε τις άγριες αντιλογίες του Πατέρα. Μετά, σαν σε έκσταση, απομακρυνόμαστε αργά. Ούτε μία φορά δεν γυρίζω το κεφάλι μου, αλλά ξέρω ότι πολλοί παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού γεμάτοι ενοχή και εξευτελισμό. Συνεχίζουμε να περιπλανιόμαστε κατά μήκος της παγωμένης παραλίας. Ο πάγος γίνεται πυκνότερος, η πορεία μας πιο αφιλόξενη. Κάτω από βαθείς μαύρους ουρανούς, περιστοιχισμένοι από εχθρικούς ανέμους, ποθούμε την εκπλήρωση των ονείρων μας. Οι σκέψεις αυτές μας καθοδηγούν, μας τρέφουν και μας ζεσταίνουν. Παρόλα αυτά υπάρχει ακόμα ελπίδα. Η οριστικότητα της κατάρας μοιάζει αποφευκτή. Σύντομα θα καταστρέψουμε και το τελευταίο βλαστάρι: Κρυφά απομακρυνόμαστε από αδελφό και αδελφή. Τα καράβια προσφέρουν λίγο χώρο, και το πέρασμα θα είναι εφικτό μόνο για τους δικούς μας ανθρώπους. Η κατάρα αφυπνίζεται.
Φλεγόμενοι Κύκνοι
Ίσως ο αδελφός μου αναγνωρίζει την ντροπή, αλλά, και αυτός, σωπαίνει. Τα καράβια μας αράζουν και ελαφροπάτητα πηδάμε στα ρηχά νερά. Για πρώτη φορά πατάμε το χώμα της νέας μας πατρίδας. Οι κύκνοι, η υπερηφάνεια ενός ολόκληρου έθνους, καίγονται κιόλας. Ο ουρανός φαίνεται βουτηγμένος στο αίμα, μόνο τα αστέρια φέγγουν ασημένια και φαίνονται να κοιτάζουν τα έργα των ανθρώπων τους χωρίς συναίσθημα. Τώρα βλέπω την οδύνη στα μάτια του αδελφού μου. Το γέλιο μου ενώνεται με το γέλιο των άλλων, όμως η καρδιά μου κλαίει πικρά. Αρχίζω να καταλαβαίνω. Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, όχι πολύ μακριά, παρόλα αυτά τόσο απομακρυσμένα, η προδοσία μας γνωστοποιήθηκε. Αυτοί που έμειναν πίσω ξεκινούν ένα μακρύ και δυσχερές ταξίδι, και παρακινούνται μονάχα από μια επιθυμία: εκδίκηση. Η κατάρα μπαίνει στην πορεία της.
Μέγιστη Δόξα και Τρίσβαθη Λύπη
Για πρώτη φορά στεκόμασταν αντιμετωπίζοντας τον εχθρό. Παρόλα αυτά ήμασταν ακόμα γεμάτοι με το μεγαλείο των φιλεύσπλαχνων, και έτσι μας ήταν δύσκολο να καταστρέψουμε τα λιγοστά στρατεύματα τους. Η μεγαλύτερη νίκη μας ήταν η μάχη κάτω από τα αστέρια - και έτσι έμελλε να μείνει. Όμως ακόμα και τη στιγμή του θριάμβου μας υπήρχε καταστροφή. Και πάλι τα λόγια του αγγελιοφόρου βγήκαν αληθινά. Στα άγονα βουνά κείτεται το τσακισμένο κορμί του Πατέρα, καμένο και διασκορπισμένο. Για μία τελευταία φορά κοίταξε τους ισχυρούς πύργους οι οποίοι ήταν το σύμβολο του εχθρού και διαγράφονταν δυσοίωνα σε απόσταση. Τι ήταν αυτό που ο πατέρας μου ένοιωσε και γνώρισε τούτη την ώρα; Παγωμένη φρίκη και βαθειά κατανόηση βρίσκονταν στην τελευταία του ματιά. Γιατί μας ανάγκασε να ανανεώσουμε τον όρκο μας; Εν τέλει αναγνώρισε την ματαιότητα των προθέσεων μας. Μας θυσίασε για άλλη μία φορά. Η φλογερή ψυχή του άφησε το τσακισμένο σώμα του, αμέσως μόλις είπαμε τον όρκο. Μόνο στάχτες απέμειναν από τον σπουδαιότερο του λαού μας. Στάχτες που τις πήραν μακριά οι βοώντες άνεμοι. Ο πατέρας μου επέστρεψε στον Οίκο των Ψυχών, πριν ακόμα αρχίσει ο εφιάλτης.
Μαρτύριο, Ελπίδα, Αγωνία
Παρόλο που καταλάβαμε την απάτη ήμασταν ανήμποροι να ξεφύγουμε από τις σατανικές προθέσεις του εχθρού μας. Παγιδευμένος, εξευτελισμένος και αδύνατο να τον φτάσει κανείς, ο αδελφός μου ήταν αλυσοδεμένος σε έναν βράχο στην κορυφή ενός ψηλού βουνού. Απελπισμένος και εξαντλημένος παρέμενε εκεί, περιμένοντας μάταια την σωτηρία. Το φεγγάρι φάνηκε στους ουρανούς, και μαζί με αυτό όσοι από τον λαό μας είχαν ξεμείνει στις παγωμένες ερήμους. Ο λαός μας είχε υποφέρει ατέλειωτο πόνο, και είχε επιτελέσει σπουδαία και ανιδιοτελή έργα χιλιάδες φορές. Υπερήφανοι και ατρόμητοι το μεγάλο τους πλήθος παρέλαυνε σε όλη τη γη, και ο αρχηγός τους ύψωσε το γαλάζιο του λάβαρο, ενώ πίσω του ο φλεγόμενος ήλιος ανέτειλε στον ουρανό. Μπροστά από τις πύλες του εχθρού οι σάλπιγγες τους ήχησαν και τράνταξαν τους ισχυρούς πύργους του οχυρού. Ο Σκοτεινός Άρχοντας είχε αναγνωρίσει τον εχθρό του, αλλά ο εχθρός απομακρύνθηκε άθικτος. Από τότε και στο εξής ζούσαμε χωριστά από τους δικούς μας, τόσο μεγάλη ήταν η ενοχή μας. Παράλληλα με τον ήλιο οι θνητοί ή δευτερογέννητοι έκαναν την εμφάνιση τους. Τα παιδιά του ήλιου περιπλανούνταν αργά προς τον ήλιο και επομένως προς το βασίλειο μας.
Ένδοξοι Καιροί
Για λίγο καιρό οι πληγές του λαού μας είχαν επουλωθεί για άλλη μια φορά. Η ανιδιοτελής πράξη του ξαδέλφου μου ελευθέρωσε τον αδελφό μου από την ανελέητη αιχμαλωσία του. Όμως το τίμημα ήταν υψηλό. Μας είχαν αποστερήσει, αλλά δεν ήμασταν χωρίς πατρίδα. Το Λάβαρο των Αστεριών είχε γίνει σήμα ισχύος για τον λαό μας. Στην διάρκεια εκείνων των ημερών μας φαινόταν ότι οι θλιμμένοι καιροί ανήκαν στο παρελθόν. Μια βαθιά φιλία φύτρωσε ανάμεσα σε εμάς και τους συγγενείς μας, εκείνους που δεν είχαν δει ποτέ το φως του Φιλεύσπλαχνου Βασιλείου. Το εμπόριο και ο κοινός εχθρός μας ένωσε με τους νάνους. Ποτέ δεν αποκάλυψαν τίποτα για τους εαυτούς τους, και παρέμειναν πάντα ξένοι για μένα. Έτσι ζούσαμε ειρηνικά και πιστεύαμε πως ήμασταν ανώτεροι του σκοτεινού εχθρού. Τα φαινόμενα απατούσαν. Όλο αυτοπεποίθηση εξουσιάζαμε τη γη και πολιορκούσαμε τον εχθρό. Τα αδέλφια μου και εγώ είχαμε βρεί μια νέα πατρίδα, την οποία κυβερνούσαμε περήφανα και την οποία υπερασπιζόμασταν εναντίον όλων των επιθέσεων. Φαινόταν εύκολο να αντιμετωπίζουμε τις επιθέσεις του Σκοτεινού Άρχοντα και να νικάμε αυτά τα όλο φόβο και μίσος πλάσματα. Ο όρκος έμοιαζε ξεχασμένος. Κανένας μας δεν πίστευε ακόμα στον όρκο. Εξουσιάζαμε την γη. Μερικοί μόνο από εμάς σκεφτήκαμε ότι η θύελλα μπορεί να επιστρέψει, πιο τρομερή και πιο απάνθρωπη από ποτέ. Κρυφά δύο υψηλής γενιάς πρίγκιπες δημιούργησαν καταφύγια. Ένοιωσαν ότι η ελπίδα ανθίζει μόνο σε μέρη που δεν βρίσκονται εύκολα. Ποτέ τους δεν εμπιστεύτηκαν την ειρήνη μας. Η πρόβλεψη τους απεδείχθη σοφή, αλλά ωστόσο απατηλή. Μία τελευταία φορά ήταν να αποφασίσουμε την επίθεση του Σκοτεινού Άρχοντα ένδοξα και προς χάριν μας. Η Ένδοξη Μάχη επιβεβαίωσε την πεποίθηση μας ότι μπορούσαμε να αντισταθούμε στον Μαύρο Εχθρό.
Η Γαλήνη Πριν από την Θύελλα
Η πολιορκία συνεχιζόταν, ωστόσο ακόμα πιστεύαμε στη δύναμη μας. Παρανοήσαμε τα σημάδια. Ο χρυσαφένιος Πατέρας των Δράκων, νέος ακόμα και μακριά από την μετέπειτα δύναμη του, είχε συρθεί από τα βάθη του οχυρού του εχθρού. Καλουπωμένος στα σκληρά σιδηρουργεία έμελλε να υποστεί τον πρώτο του εξευτελισμό. Και πάλι ο κληρονόμος του Υψηλού Βασιλέα βίωσε μεγάλη δόξα. Ακόμα και εγώ ήμουνα όλος θαυμασμό για αυτόν. Αυτός ήταν που στάθηκε δίπλα μας σαν φίλος και ο οποίος είχε συγχωρέσει εντελώς τα παρελθόντα. Είχε παγιδευτεί από την κατάρα μας όπως κανένας άλλος. Υπέφερε από το παρελθόν όπως κανένας άλλος.
Φήμες και Επώδυνη Αλήθεια
Ότι κρύβαμε τόσο καιρό ξέσπασε απροειδοποίητα. Τα αδέλφια μου και εγώ ήμασταν και πάλι καταδικασμένοι. Καχυποψία και μίσος έπεσαν στον οίκο μας, παρόλο που αυτό δεν μας ενόχλησε στην αρχή. Οδηγούμενοι από ψυχρή αλαζονεία συνεχίζαμε να λαχταρούμε χαμένους θησαυρούς. Ο σκοπός μας να τους επανακτήσουμε έκανε οτιδήποτε άλλο ασήμαντο. Χαμογελώντας κουρασμένα ανεχτήκαμε την αποστροφή, αν υποθέσουμε ότι την καταλάβαμε καν. Αξιαγάπητες φωνές σώπαιναν όποτε πήγαινα να συμμετάσχω στο τραγούδι των ξωτικών του δάσους με ακτινοβόλους ήχους και μεγάλη αρμονία. Αδιάφορος εξωτερικά, αλλά ωστόσο με εσωτερική αναταραχή, συνέχιζα να τραγουδάω μονάχος, και μου φαινόταν σαν να άκουγαν ακόμα το τραγούδι μου για λίγο, πριν εξαφανιστούν γρήγορα αθόρυβα μέσα στα δέντρα. Την φωνή μου την λάτρευαν, ωστόσο το σώμα και την ψυχή στα οποία ανήκε τα απεχθάνονταν βαθιά. Σε αυτό το μέρος του κόσμου η ευγενής μας γλώσσα μιλούταν μόνο στα κρυφά. Η γλώσσα των αδελφοκτόνων.
Αλλαγές
Γύρω στον ίδιο καιρό μακριά στα σκοτεινά δάση ο γεννήθηκε Υιός της Συμφοράς. Ποτέ δεν μιλήσαμε μεταξύ μας, αλλά μας ένωνε η ίδια μοίρα. Η μοίρα των προδοτών. Τα πάντα μέσα του αποζητούσαν φως και αγάπη, ωστόσο μόνο καταστροφή έφερε και στα δύο. Κάτω από το ευγενές δέρμα του κειτόταν μη ανιχνεύσιμος και καλά προφυλαγμένος ο σπόρος του κακού. Ωρίμαζε σιγά σιγά. Ξαφνικά και απροσδόκητα εμφανίστηκαν οι άνθρωποι. Σκεπτικοί καλωσορίσαμε τα νεότερα αδέλφια μας. Τούτες οι τελευταίες αφίξεις μας φαίνονταν τόσο διαφορετικές. Εμείς λατρεύαμε το φεγγάρι, εκείνοι λάτρευαν τον ήλιο. Σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι και αυτούς τους στοίχειωναν σκοτεινές σκιές. Παρόλα αυτά υπεισήλθαμε σε συμμαχίες. Η συμφορά πήρε τον δρόμο της.
Χάος
Πανικοβάλλομαι όποτε σκέφτομαι τα κύματα φωτιάς που μας κατανίκησαν μαζί με τα αιμοδιψή στρατεύματα. Σύντομα η γη ερημώθηκε και η ασυναγώνιστη ομορφιά καταστράφηκε. Ο χάρος βγήκε παγανιά. Οι ψυχές των θνητών πήραν τον δρόμο ενός ταξιδιού του οποίου ο προορισμός παρέμενε άγνωστος. Τα κορμιά των ξωτικών κείτονταν τσακισμένα και καμένα στους τσουρουφλισμένους χερσότοπους. Πολλοί επέστρεψαν στον Οίκο των Ψυχών, και παρέμειναν εκεί ασώματοι ως το τέλος των χρόνων. Χάσαμε το σπιτικό μας. Απεριόριστη ήταν η οδύνη μας και ο πόλεμος έμοιαζε ατελείωτος. Οι φωτιές δεν απέθαναν πριν ο κύκλος της αφυπνίσεως λήξει τον θανάσιμο χειμώνα. Η γη κειτόταν άγονη και ρημαγμένη. Η δυσωδία της συμφοράς έμελλε να διαρκέσει όλο τον χρόνο. Το μαντάτο του πικρού θανάτου του Υψηλού Βασιλέα μας αφαίρεσε τις ελπίδες μας. Ήταν αργά ήδη όταν μάθαμε για την ένδοξη μάχη του και για τις πληγές που επέβαλλε στον κύριο εχθρό μας. Μαζί με αυτόν και τους δικούς του οι άνθρωποι και εγώ συνδέσαμε ένα καλύτερο μέλλον. Ξεκαθαρίσαμε το πόσο απελπιστική είχε γίνει η κατάσταση μας. Δεν γινόταν να γυρίσουμε πίσω. Όλοι οι δρόμοι μας ήταν κλειστοί. Η επιθυμία για την πατρογονική μας χώρα εγέρθην σε όλους μας. Η αίγλη μας μειώθηκε μαζί με την οδύνη μας. Η νιότη μας έσβησε όπως τα χρώματα της φύσεως. Φαινόμασταν αποκαμωμένοι και κουρασμένοι. Λίγα μόνο ένδοξα έργα, επιτελεσθέντα εκείνων των ημερών, επέζησαν διαμέσου των αιώνων. Οι φίλοι των ξωτικών από την άλλη επέτυχαν σπουδαία μεγαλεία, ένας τους ακόμα και αθάνατη αγάπη.
Αθάνατη Αγάπη - Αιώνια Κατάρα
Ο εσωτερικός μας πόθος για τα ενάρετα αγαθά μας υπήρχε και δεν κοιμόταν ποτέ. Ο πόθος αυτός έγινε απληστία. Η οδύνη που συνεχίζαμε να προκαλούμε στον κόσμο δεν μας ενδιέφερε. Σαν να οδηγούμασταν από την τρέλα πασχίζαμε για το φως που έμοιαζε άφταστο. Ξαφνικά ακούσαμε παράξενες ειδήσεις για ομορφιά και θαύματα, που έφερναν τα πάντα άνω κάτω: «Τα πάντα είναι προκαθορισμένα, αλλά η αγνή αγάπη μπορεί να το αλλάξει ακόμα και αυτό! Το τίμημα για το ομορφότερο τέκνο στον κόσμο είναι βαρύ. Ο σοφός άνθρωπος εύκολα ξεστομίζει ολέθρια λόγια. Όμως όταν ειπωθούν κάποια πράγματα δεν μπορούν να ακυρωθούν. Όταν κάποιος θνητός πάει να πιάσει τα αστέρια θα πληρώσει με ένα χέρι. Όμως ο χορός θα στεφθεί με επιτυχία. Η φρίκη απλώνεται σε βαριά όνειρα, και μόνο όσοι είναι αγνοί μπορούν να αγγίξουν το αγνό. Έτσι η νύφη μπορεί να αποδεσμευτεί, και ούτε ο θάνατος δεν θα χωρίσει αυτούς τους δύο. Η αθανασία θα ανταλλαχθεί με αβεβαιότητα. Μην υποτιμάτε ποτέ την δύναμη της αγάπης.» Τα αδέλφια μου δεν ήταν αμέτοχοι στην πορεία αυτής της ιστορίας. Βίωσαν και αυτοί επώδυνα την δύναμη της αγάπης. Η Φιλεύσπλαχνη Χώρα στράφηκε τελικά εναντίον μας. Είχαμε χαθεί. Νοιώθαμε σεβασμό και φόβο, αλλά ο όρκος ήταν πιο δυνατός. Μια πέτρα κειτόταν εκεί κοντά και όρθωσε τη συμφορά.
Ξεσπιτωμένοι, Άποροι και Προδομένοι
Ούτε σε έναν από εμάς δεν δόθηκε το προνόμιο να επιτελέσει πραγματικά ηρωικά κατορθώματα, έστω και αν έγιναν πολλές απόπειρες. Όλες πήγαν στράφι. Για μία τελευταία φορά θέλαμε να προηγηθούμε του εχθρού και κινηθήκαμε εναντίον του. Ο στρατός μας ήταν ισχυρός, αλλά η προδοσία μας κυρίευσε και δίχασε τις δύο φυλές. Η ήττα μας ήταν καταστρεπτική. Χρωστάμε την διάσωση μας στο θάρρος των μασκοφόρων. Βοήθησαν γενναία εμένα και τα αδέλφια μου να ξεφύγουμε. Θαρραλέα οι νάνοι με τα μάχιμα τσεκούρια τους αντιστάθηκαν στη φυλή του δράκου και έδιωξαν ακόμα και τον Χρυσαφένιο από το πεδίο της μάχης. Έμελλε να πληρώσουν πικρά με τις ζωές των σωμάτων τους. Ο ξάδελφος μου, Υψηλός Βασιλέας του Λαού, πέθανε στην χωρίς ελπίδα μάχη, και μαζί με αυτόν το λάβαρο του. Οι τρείς οίκοι πέτυχαν, και αυτοί, σπουδαία μεγαλεία αλλά πολλοί έχασαν τις ζωές τους. Τα αδέλφια μου και εγώ επιζήσαμε, και μαζί με εμάς η κατάρα.